- ἐρρυσάμην
- ἐρρυσάμην, ἐρρύσθην s. ῥύομαι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐρρυσάμην — ἐρρῡσάμην , ῥύομαι se sru aor ind mid 1st sg ἐρρυσά̱μην , ῥυσάω imperf ind mp 1st sg (doric aeolic) ἐρρυσά̱μην , ῥυσάω plup ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)